- χλιαρότητα
- [-ης (-ητος)] η1) тепловатость, прохладность (жидкости); 2) перен. холодность, равнодушие, безразличие; 3) перен. вялость, инертность (человека)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλιαρότητα — η / χλιαρότης, ότητος, ΝΜΑ [χλιαρός] 1. η ιδιότητα τού χλιαρού 2. μτφ. ατονία, αδράνεια … Dictionary of Greek
χλιαρότητα — η 1. η ιδιότητα του χλιαρού, το να είναι κάτι χλιαρό. 2. έλλειψη δραστηριότητας, ατονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλιαρότητα — χλιαρότης warmth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπερότητα — η 1. η μέτρια θερμότητα, η χλιαρότητα 2. η θαλπωρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλπερός. Ο λόγιος τ. θαλπερότης μαρτυρείται από το 1895 σε επιφυλλίδα της εφημερίδας Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μύδας — (chelonia mydas). Μεγάλη θαλάσσια χελώνα, γνωστή και ως πράσινη χελώνα. Η τελευταία αυτή ονομασία οφείλεται στο λαδί χρώμα που παίρνει το όστρακό της στα ενήλικα άτομα, ενώ στα νεαρά είναι συνήθως καστανό. Ο μ. μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,60 μ.… … Dictionary of Greek